- λίβα
- λίβᾱ , λίβοςtearsneut nom/voc/acc pl (doric aeolic)λίψ 1the SW. windmasc acc sgλίψ 2streamfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίβ' — λίβα , λίψ 1 the SW. wind masc acc sg λίβε , λίψ 1 the SW. wind masc nom/voc/acc dual λίβα , λίψ 2 stream fem acc sg λίβε , λίψ 2 stream fem acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβᾶς — λιβᾶ̱ς , λιβάζω let fall in drops fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek
FAVONIUS — ventus ab occasu aequinoctiali spirans contra Subsolanum. Plin. l. 2. c. 47. a fovendo dictus, quod cuncta foveat. Lucret. l. 1. Genitabilis aura Favoni. Graeci Zephyrum vocant. Item Favonius, Catonis aemulus, Suet. in Octav. c. 13. Sed et ventus … Hofmann J. Lexicon universale
ανεμοκαίω — 1. ενεργ. καίω τον αέρα, ματαιοπονώ 2. (μέσ., ανεμοκαίγομαι) καίγομαι απο φλογερό άνεμο, από τον λίβα (για σπαρτά) … Dictionary of Greek
λιβοζέφυρος — ο άνεμος που πνέει από διεύθυνση ενδιάμεση εκείνης τού λίβα και τού ζεφύρου, αλλ. πουνεντογάρμπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβας + ζέφυρος] … Dictionary of Greek
λιβόνοτος — ο (AM λιβόνοτος) άνεμος που πνέει από διεύθυνση ενδιάμεση εκείνης τού λίβα και τού νότιου ανέμου («ὁ νότος ἀπὸ τῆς μεσημβρίας φερόμενος ἔχει μεσάζοντας αὐτὸν τὸν λιβόνοτον καὶ εὐρόνοτον», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβας + νότος] … Dictionary of Greek
λιψ — (I) λίψ, λιβός, ὁ (Α) βλ. λίβας. (II) λίψ, λιβός, ἡ (Α) (μόνο στη γεν. και αιτ. εν.) (ως ονομ. χρησιμοποιείται η λιβάς ή το λίβος) 1. ρεύμα, ρυάκι («μέλιτος λίβα», Απολλ. Ρόδ.) 2. λοιβή*, σπονδή («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λιβ… … Dictionary of Greek
σανδαία — Α (κατά τον Ησύχ.) «τροπὴ ἀπὸ γῆς, ἔνιοι δὲ τὸν λίβα ἄνεμον» … Dictionary of Greek
σαντζάκι — Τουρκική λέξη, που σημαίνει σημαία. Έτσι ονομάστηκαν οι δύο μοναδικές διοικητικές μονάδες του τότε Οθωμανικού κράτους, επί Σουλτάνου Ορχάν, δεύτερου χρονολογικά σουλτάνου του κράτους. Καθώς όμως το κράτος μεγάλωνε σε έκταση, αυξανόταν και ο… … Dictionary of Greek